ἐλεεινός — finding pity masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεεινός — ή, ό (AM ἐλεεινός, ή, όν Α και ἐλεηνός και ἐλεινός, ή, όν) αυτός που προκαλεί τον οίκτο ή αξίζει πράγματι να προκαλέσει τον οίκτο, αξιολύπητος ([πλεοναστ. φράση] «ελεεινός και αξιολύπητος» ή «αξιοθρήνητος») μσν. νεοελλ. 1. εκείνος που αξίζει… … Dictionary of Greek
ελεεινός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο άξιος οίκτου, ο αξιολύπητος, ο θλιβερός: Ζει σε καλύβι, σ ελεεινή κατάσταση. 2. (για πρόσωπα), ο αξιοκατάκριτος, ο άξιος περιφρόνησης: Είναι ελεεινός χαρακτήρας. 3. (για πράγματα), που είναι κακής ποιότητας: Ελεεινή τροφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλεεινά — ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc pl ἐλεεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc/acc dual ἐλεεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεεινότερον — ἐλεεινός finding pity adverbial comp ἐλεεινός finding pity masc acc comp sg ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεινά — ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc pl (attic) ἐλεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc/acc dual (attic) ἐλεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεινότερον — ἐλεεινός finding pity adverbial comp (attic) ἐλεεινός finding pity masc acc comp sg (attic) ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc comp sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεεινῶν — ἐλεεινός finding pity fem gen pl ἐλεεινός finding pity masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεεινόν — ἐλεεινός finding pity masc acc sg ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεεινότατα — ἐλεεινός finding pity adverbial superl ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεεινότατον — ἐλεεινός finding pity masc acc superl sg ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)